- κλύστρο(ν)
- το(ηλεκτρον.) ηλεκτρονική λυχνία που χρησιμοποιεί τη διαμόρφωση ταχύτητας μιας δέσμης ηλεκτρονίων για την παραγωγή ή ενίσχυση ρευμάτων υψηλής συχνότητας τα οποία αντιστοιχούν σε μήκος κύματος μικρότερο ή ίσο τών δέκα εκατοστομέτρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. klystron < clys- (πρβλ. θ. κλυσ- τού κλύζω) + -tron (πρβλ. κατάλ. -τρον, δηλωτική τού οργάνου)].
Dictionary of Greek. 2013.